επισκάπτω

επισκάπτω
ἐπισκάπτω (AM) [σκάπτω]
1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο
2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφος
αρχ.
σκαλίζω την επιφάνεια τού εδάφους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπισκάπτουσιν — ἐπισκάπτω dig superficially pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπισκάπτω dig superficially pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσκαπτον — ἐπισκάπτω dig superficially imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπισκάπτω dig superficially imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκαφείσης — ἐπισκάπτω dig superficially aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκάπτειν — ἐπισκάπτω dig superficially pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκάπτεσθαι — ἐπισκάπτω dig superficially pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκάπτων — ἐπισκάπτω dig superficially pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέσκαψε — ἐπισκάπτω dig superficially aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”